- εφαρμογή
- η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω]προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.)νεοελλ.1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη, πραγματοποίηση, ιδίως κάποιας θεωρίας ή κάποιου σχεδίου («η ιδέα σου δεν βρίσκει εφαρμογή»)2. φυσ. φρ. «σημείο εφαρμογής» — το σημείο στο οποίο εκδηλώνεται αμέσως η ενέργεια μιας δύναμης3. στρ. «σχολή εφαρμογής πεζικού, πυροβολικού» κ.λπ.παλαιότερα, στρατιωτική σχολή θεωρητικής και κυρίως πρακτικής εκπαίδευσης κατώτερων αξιωματικών τού πεζικού, πυροβολικού κ.λπ.αρχ.1. συμφωνία, σύμπτωση («ἐφαρμογὴ τῶν προλήψεων ταῑς οὐσίαις», Αρρ.)2. σύμπτωση γνωμών3. ένωση, συνταύτιση.
Dictionary of Greek. 2013.